- γεννοβόλημα
- τοοι συχνές γεννήσεις: Από τότε που παντρεύτηκε δε σταμάτησε το γεννοβόλημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γεννοβόλημα — το [γεννοβολώ] το να γεννάει κάποια πολύ συχνά … Dictionary of Greek
γεννοβόλι — το 1. το γεννοβόλημα* 2. (περιλ.) τα (πολλά) παιδιά μιας μητέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεννώ + βόλι < βάλλω] … Dictionary of Greek
γεννοβόλι — το 1. το γεννοβόλημα. 2. τα παιδιά κάποιου: Ήρθε επίσκεψη στο σπίτι μου με όλο το γεννοβόλι της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)